- ἀνομοιότητας
- ἀνομοιότηςunlikenessfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γνώση — I Η δυνατότητα να αποδίδουμε σε ένα αντικείμενο τα πραγματικά χαρακτηριστικά του. Το αντικείμενο της γ. μπορεί να είναι ένα ιστορικό γεγονός, ένα συμβάν που μπορεί να επαναληφθεί, μια αφηρημένη έννοια, ένα συναίσθημα, μια αξία κλπ. Αυτό που του… … Dictionary of Greek
διατροφή — I Η παροχή τροφής και μέσων συντήρησης· ο επισιτισμός πληθυσμών· το σύνολο των βιοτικών αναγκών. Η δ. αναφέρεται γενικά στο σύνολο των ουσιών που προσλαμβάνει ο οργανισμός με τη μορφή τροφής. Οι ουσίες αυτές, πέρα από το ότι παρέχουν τις… … Dictionary of Greek
Λόουελ, Ρόμπερτ — (Robert Traill Spence Lowell, Jr., Βοστόνη 1917 – 1977). Ποιητής και μεταφραστής. Γόνος οικογένειας με λογοτεχνική παράδοση (μακρινός θείος του ήταν ο Τζέιμς Ράσελ, βλ. λ.), σπούδασε αγγλική φιλολογία στο Χάρβαρντ και στη συνέχεια ποίηση και… … Dictionary of Greek